Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

change position

  • 1 μεθίστημι

    A causal, in [tense] pres. and [tense] impf., [tense] fut. and [tense] aor. 1, place in another way, change, τοι ταῦτα μεταστήσω I will change thee this present, i. e. give another instead, Od.4.612;

    μ. τὰ νόμιμα πάντα Hdt.1.65

    ; ὄνομα, τύχην, E.Ba. 296, Heracl. 935;

    τὸ μέγα εἰς οὐδὲν χρόνος μ. Id.Fr. 304

    (lyr.);

    μ. νόμους X.HG5.4.64

    ;

    ταύτην τὴν πολιτείαν Pl.R. 562c

    ;

    ἐκ τοῦ παρόντος κόσμου τὴν πόλιν μεταστήσας Th.8.48

    ; ἐς ὀλιγαρχίαν μ. [ τὴν πολιτείαν] X.HG2.3.24; ἐξ ὀλιγαρχίας ἐς τὸ δημοκρατεῖσθαι μ. τοὺς Βυζαντίους ib.4.8.27; τὰ ἐκεῖ πάντα πρὸς Λακεδαιμονίους ib.2.2.5; also ἐκ τῆς καθεστηκυίας ἄλλην μ. [ πολιτείαν] introduce a new polity, Arist.Pol. 1301b8;

    μ. βασιλείαν ἀντὶ τυραννίδος Pl.Ep. 319d

    .
    2 c. gen. partit., οὐ μεθίστησι τοῦ χρώματος he changes [ nothing] of his colour, Ar.Eq. 398 (lyr.).
    II of persons, set free,

    τινὰ νόσου S.Ph. 463

    ; κακῶν, πόνων, E.Hel. 1442, IT 991, cf. 775;

    ὕπνου Id.Or. 133

    .
    2 remove by killing,

    αὑτόν J.AJ18.6.2

    : so in [voice] Med., τὸν ἄνθρωπον ib.18.9.5.
    3 remove from one place to another, Th.4.57;

    ὠστράκιζον καὶ μεθίστασαν ἐκ τῆς πόλεως Arist.Pol. 1284a21

    ;

    ἐς ἄλλην χθόνα μ. πόδα E.Ba.49

    :— [tense] aor. 1 [voice] Med. μεταστήσασθαι remove from oneself or from one's presence, Hdt.1.89, 8.101, And.1.12, Th.1.79; banish, Aeschin.3.129;

    μ. φρουρὰς ἐκ πόλεων Plb.18.44.4

    .
    B [voice] Pass., with [tense] aor. 1 μετεστάθην [] E.El. 1202 (lyr.), D.26.6, also [tense] aor. 2, [tense] pf., and [tense] plpf. [voice] Act.:
    2 change one's position, τυράννοις ἐκποδὼν μεθίστασο make way for them, E. Ph.40; depart,

    παλαιὸν εἰς ἴχνος A.Supp. 538

    (lyr.);

    ἐκ τῆς τάξιος Hdt.9.58

    ;

    ἐκ τυραννικοῦ κύκλου S.Aj. 750

    ;

    ἔξω τῆς οἰκουμένης Aeschin. 3.165

    ;

    ἐκ φωτὸς εἰς σκότος μ. Pl.R. 518a

    : c. gen.,

    δεῦρ' Ἰωλκίας χθονός E.Med. 551

    ;

    θρόνων Id.Ph.75

    ;

    μ. φυγῇ Id.Med. 1295

    : abs.,

    μετάσταθ', ἀπόβαθι S.OC 162

    (lyr.), cf. D.23.69; ὅταν μεταστῇ [ ὄλβος] S.Fr.646.6.
    3 c. gen. rei, change, cease from,

    κότου A.Eu. 900

    ;

    ξηρῶν τρόπων Ar.V. 1451

    (lyr.), cf. Pl. 365; λύπης, κακῶν, E.Alc. 1122, Hel. 856; μ. βίου die, Id.Alc.21 (also μ. alone, J.AJ17.4.2, Plu. 2.1104c; ἑκὼν μ. commit suicide, Vett. Val.94.9); μ. φρενῶν change from one's former mind, change one's mind, E.Ba. 944.
    4 go over to another party, revolt, Th.1.35, etc.;

    ἀπό τινος Id.8.76

    ; παρά or πρός τινα, Id.1.107, 130.
    II of things, change, alter, either for the better,

    τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης Hdt.1.118

    ;

    ἐς τὸ λῷον.. μεθέστηκεν κέαρ E.Med. 911

    ; or for the worse, ἐξ ἧς [ πολιτείας] ἡ ὀλιγαρχία μετέστη from which oligarchy arose by a change, Pl.R. 553e, cf. X.HG2.3.24, Arist.Pol. 1301a22, Plb.6.9.10; εἴ τι μὴ δαίμων.. μεθέστηκε στρατῷ hath changed for them, A.Pers. 158 (troch.);

    νέος μεθέστηκ' ἐκ γέροντος E.Heracl. 796

    .
    2 Medic., of pains, change position,

    εἰς τὴν ἄνω χώραν Gal.16.652

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεθίστημι

  • 2 συμμεταχωρείν

    συμμεταχωρέω
    change position with: pres inf act (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > συμμεταχωρείν

  • 3 συμμεταχωρεῖν

    συμμεταχωρέω
    change position with: pres inf act (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > συμμεταχωρεῖν

  • 4 συμμεταχωρέω

    A change position with, c. dat., Alex.Aphr. in Mete.152.1.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμμεταχωρέω

  • 5 μεταθέσει

    μετάθεσις
    change of position: fem nom /voc /acc dual (attic epic)
    μεταθέσεϊ, μετάθεσις
    change of position: fem dat sg (epic)
    μετάθεσις
    change of position: fem dat sg (attic ionic)

    Morphologia Graeca > μεταθέσει

  • 6 μετακλίσει

    μετάκλισις
    change of position: fem nom /voc /acc dual (attic epic)
    μετακλίσεϊ, μετάκλισις
    change of position: fem dat sg (epic)
    μετάκλισις
    change of position: fem dat sg (attic ionic)

    Morphologia Graeca > μετακλίσει

  • 7 μεταβάλλω

    μεταβάλλω, [tense] fut. -
    A

    βᾰλῶ Ar.Av. 1568

    : [tense] aor. μετέβᾰλον:—throw into a different position, turn quickly or suddenly, Hom.only once, in tmesi,

    μετὰ νῶτα βαλών Il.8.94

    ;

    χαλεπῶς μ. δέμας E.Hipp. 204

    (anap.), cf. Gal.15.556;

    μ. θοἰμάτιον ἐπιδεξιά Ar.

    l.c.; μ. γῆν turn, i.e. plough, the earth, X.Oec.16.14;

    μετέβαλε Κύριος ἄνεμον ἐκ θαλάσσης LXX Ex. 10.19

    ; μ. ποταμόν change the course of a river, Jul.Or.3.126d.
    II turn about, change, alter,

    τὸ οὔνομα Hdt.1.57

    ;

    τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1292b21

    ; [οἱ Βρίγες] τὸ οὔνομα μετέβαλον [ἐς Φρύγας] Hdt.7.73;

    τὰς φυλὰς μετέβαλε [ὁ Κλεισθένης] ἐς ἄλλα οὐνόματα Id.5.68

    ;

    μ. μορφήν τινος εἰς ἀνδρὸς φύσιν E.Ba.54

    ; [

    τινὰ] ἐπὶ κακόν Ar.Th. 723

    ;

    ἐπὶ τὸ βέλτιον Pl.R. 381b

    ; μ. δίαιταν change one's way of life, Th.2.16; μ. ὕδατα drink different water, Hdt.8.117;

    ὀργὰς μ. E.Med. 121

    (anap.);

    μ. τοὺς τρόπους Ar.Pl.36

    , Eup.357.7;

    μ. τὸ ἔθος Th.1.123

    ; μ. εὔνοιαν lose it, ib. 77;

    μ. χώραν ἐκ χώρας Pl.Tht. 181c

    : freq. with Adjs., etc., implying change, μ. ἄλλους τρόπους change and adopt other ways, E.IA 343 (troch.); μ. ἄλλας γραφάς ib. 363 (troch.);

    εἶδος καινὸν μουσικῆς μ. Pl. R. 424c

    ;

    πόλις ἄλλον ἐξ ἄλλου -βάλλουσα τύραννον Plu.Tim.1

    ; μ. ἀντὶ τοῦ ὁμο- ἀ-" Pl.Cra. 405d;

    ἐμαυτὸν ἄνω κάτω μετέβαλλον Id.Phd. 96b

    ;

    ἄνω καὶ κάτω τὰς δόξας μ. Id.R. 508d

    : c. acc. cogn., πολλὰς μεταβολὰς.. μ. ὑδάτων καὶ σίτων ib. 404a.
    b translate,

    νόμον εἰς τὴν Ἑλλάδα φωνήν J.AJProoem.3

    , cf. 12.2.13 ([voice] Pass.).
    c stir with a spoon, Dsc.3.22 ([voice] Pass.).
    III intr., undergo a change,

    μ. ἐς εὐνομίην Hdt.1.65

    , cf. Antipho 2.4.9;

    μ. εἰς ὀλιγαρχικὸν ἐκ τοῦ τιμοκρατικοῦ Pl.R. 553a

    , etc.;

    μ. ἐπὶ τοὐναντίον Id.Plt. 270d

    ;

    ὅταν εἰς ἑτέραν -βάλῃ πολιτείαν ἡ πόλις Arist.Pol. 1276b14

    , cf. 1301a20: impers., μεταβάλλει διὰ πλειόνων ζῴων changes run through a series of creatures, Thphr.HP2.4.4: c. gen. rei, come in exchange for or instead of,

    καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι.. συντυχίαι E.Tr. 1118

    .
    2 change one's course, μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους turning to the Athenians, Hdt.8.109: [tense] aor. part. μεταβαλών abs., instead, in turn,

    μεταβαλόντας ἀντὶ Κρητῶν γενέσθαι Ἰήπυγας Id.7.170

    , cf. E. Ion 1614, Pl.Smp. 204e, Grg. 480e: also [tense] pres. part.

    μεταβάλλων Id.Tht. 166d

    .
    2 cause to be removed,

    σῖτον PHib.1.45.6

    (iii B. C.), etc.
    b order to be paid, remit, POxy.1153.8 (i A. D.), 1419.5 (iii A. D.).
    II change what is one's own, μ. τὰ ἱμάτια change one's clothes, X.Mem.1.6.6;

    μ. τοὺς τρόπους Ar.V. 1461

    (lyr.); μετεβάλλετ' ὀπωπάν changed her appearance, Erinn. in PSI9.1090.53 + 13 (p.xii).
    2 exchange, τίς μεταβάλοιτ' ἂν ὧδε σιγὰν λόγων; silence for words, S.El. 1261; [τὴν ἄσαρκον τροφὴν] ὑγείας καὶ ῥώμης μεταβαλέσθαι have given up asceticism in exchange for health and strength, Porph.Abst.1.2; barter, traffic in,

    οἴνου μεταβαλλόμενος καὶ σίτου πρᾶσιν Pl.Lg. 849d

    ;

    μ. τὰ ἀλλότρια ἔργα Id.Sph. 223d

    ;

    μ. ἐν τῇ ἀγορᾷ X.Mem.3.7.6

    , cf. D.S. 5.13.
    III turn oneself, turn about,

    ἄνω καὶ κάτω Pl.Grg. 481e

    , Din.1.17; esp.
    2 change one's purpose or mind, Hdt.5.75, SIG 22.20 (v B. C.), Act.Ap.28.6, etc.; change sides, Th.1.71, 8.90, X.HG 2.3.31;

    πρός τινα Axionic.6.10

    .
    3 turn or wheel round,

    μ. ἐπ' ἀσπίδα X.Cyr.7.5.6

    ;

    τὸ δόρυ εἰς τοὔπισθεν μ. Id.Eq.8.10

    : abs., turn about,

    μεταβαλλόμενος τοῖς ἔξω περιεστηκόσι λοιδορήσεται Aeschin. 3.207

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταβάλλω

  • 8 καί

    καί particle,
    1 and, also, even A copulative.
    1 joining finite verbs,
    a with change of subject.

    ἦ θαύματα πολλά, καί πού τι καὶ ἐξαπατῶντι μῦθοι O. 1.28

    , O. 3.21, O. 9.38, O. 10.41, O. 10.72, P. 1.5, P. 1.42, P. 3.35, P. 3.93, P. 3.94, P. 4.124, P. 4.164, P. 4.220, P. 4.247, P. 4.254, P. 4.257, P. 6.53, P. 9.40, P. 9.52, N. 5.18, N. 5.21, N. 6.53, N. 7.65, N. 10.10, N. 11.8, I. 3.17, I. 4.13, I. 4.34, I. 4.67, I. 5.48, I. 6.53, I. 8.47, fr. 51b. Pae. 2.53
    b with no change of subject.

    διεδάσαντο καὶ φάγον O. 1.51

    , O. 5.8, O. 7.46, O. 10.49, O. 13.27, O. 13.69, O. 13.112, P. 3.15, P. 3.68, P. 4.254, P. 4.298, P. 9.12, P. 10.46, N. 1.64, N. 3.26, N. 3.38, N. 4.61, N. 5.39, N. 6.19, N. 6.49, N. 9.18, N. 10.22, N. 10.74, N. 10.80, I. 2.19, I. 5.63, I. 6.70, Πα. 2. 1, Εὔ]βοιαν ἕλον καὶ ἔνασσαν καὶ ἔκτισαν νάσους Πα.. 3. Πα. 8A. 13. Δ. 2. 30, fr. 169. 23, fr. 169. 47.
    c in subord. cl.,

    ὡς ἂν κτίσαιεν βωμὸν ἐναργέα καὶ ἰάναιεν O. 7.42

    πρὶν μίχθη καὶ ἔνεικεν O. 9.59

    κατέφρασεν ὁπᾷ ἔθυε καὶ ὅπως ἄρα ἔστασεν O. 10.57

    ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ P. 1.100

    θεός, ὃ καὶ κίχε καὶ παραμείβεται καὶ ἔκαμψε P. 2.50

    εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων, καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.63

    P. 9.46—9.

    ὃς ἂν ἕλῃ καὶ ἴδῃ P. 10.25

    , N. 3.34

    ὄφρα προσμένοι καὶ πάξαιθ N. 3.61

    αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον, καὶ τίς ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν N. 5.15

    Pae. 6.50 irregularly coordinated;

    φάνη Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου καὶ ὁπότ' Πελλάνᾳ φέρε O. 9.97

    εὐθύ-

    γλωσσος ἀνὴρ προφέρει παρὰ τυραννίδι χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι P. 2.87

    —8.

    νᾶσον ὡς ἤδη λιπὼν κτίσσειεν εὐάρματον πόλιν καὶ τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι P. 4.9

    πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν N. 5.52

    d introducing question.

    ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο O. 2.99

    καὶ τίς ἀνθρώπων σε ἐξανῆκεν γαστρός;” P. 4.98
    2 joining grammatically similar words.
    a two nouns.

    Παλλὰς καὶ Ζεὺς O. 2.27

    ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι καὶ στεφάνους O. 2.74

    κρίσιν καὶ πενταετηρίδ O. 3.21

    Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν καὶ πολυγνάμπτων μυχῶν O. 3.27

    χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ O. 4.25

    ἀρετᾶν καὶ στεφάνων O. 5.1

    Ἄκρων' ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν O. 5.8

    Οἰνομάου καὶ Πέλοπος O. 5.9

    Ποσειδᾶν' καὶ τοξοφόρον σκοπόν O. 6.59

    παρ' Ἀλφειῷ καὶ παρὰ Κασταλίᾳ O. 7.17

    Οὐρανὸς καὶ Γαῖα μάτηρ O. 7.38

    ἀρετὰν καὶ χάρματ O. 7.44

    τά τ' ἐν Ἀρκαδίᾳ ἔργα καὶ Θήβαις O. 7.84

    κῶμον καὶ στεφαναφορίαν O. 8.10

    ἓ καὶ υἱὸν O. 9.14

    κορᾶν καὶ φερτάτων Κρονιδᾶν O. 9.56

    τόλμα δὲ καὶ ἀμφιλαφὴς δύναμις O. 9.82

    σὺ καὶ θυγάτηρ O. 10.3

    Καλλιόπα καὶ χάλκεος Ἄρης O. 10.15

    βροντὰν καὶ πυρπάλαμον βέλος O. 10.80

    ἀρχὰ λόγων καὶ πιστὸν ὅρκιον O. 11.6

    Ὀλυμπίᾳ στεφανωσάμενος καὶ δὶς ἐκ Πυθῶνος Ἰσθμοῖ τε O. 12.18

    κασίγνηταί τε Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα O. 13.7

    Σίσυφον καὶ τὰν Μήδειαν O. 13.53

    ναὶ καὶ προπόλοις O. 13.54

    παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα O. 13.83

    αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν O. 13.115

    Ἀπόλλωνος καὶ Μοισᾶν P. 1.1

    κορυφαῖς καὶ πέδῳ P. 1.28

    ὄλβον καὶ κτεάνων δόσιν P. 1.46

    ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν P. 1.68

    κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ P. 2.58

    ἐν ὄρει καὶ ἐν ἑπταπύλοις Θήβαις P. 3.90

    Νέστορα καὶ

    Λύκιον Σαρπηδόν P. 3.112

    ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ P. 4.68

    Ἰφιμεδείας παῖδας, ὦτον καὶ σέP. 4.89 πὰρ Χαρικλοῦς καὶ ΦιλύραςP. 4.103 λαγέτᾳ Αἰόλῳ καὶ παισὶP. 4.108

    Ἄδματος καὶ Μέλαμπος P. 4.126

    ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισι P. 4.190

    ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν καὶ νεόκτιστον θέναρ P. 4.206

    ἄροτρον καὶ βόας P. 4.225

    Κυράνα καὶ τὸ κλεεννότατον μέγαρον Βάττου P. 4.280

    πεδίον καὶ πατρωίαν πόλιν P. 5.53

    ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ P. 5.64

    νικαφόροις ἐν ἀέθλοις καὶ θοαῖς ἐν μάχαις P. 8.26

    γείτων καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν P. 8.58

    λαμπρὸν φέγγος καὶ μείλιχος αἰών P. 8.97

    θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασινP. 9.30 τέλος οἶσθα καὶ πάσας κελεύθουςP. 9.45 ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖςP. 9.47 ὥραισι καὶ ΓαίᾳP. 9.60 νέκταρ καὶ ἀμβροσίανP. 9.63 Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων' Ἀγρέα καὶ ΝόμιονP. 9.64—5.

    οἱ καὶ Ζηνὶ P. 9.84

    νιν καὶ Ἰφικλέα P. 9.88

    δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους P. 9.124

    πόνων δὲ καὶ μαχᾶν ἄτερ P. 10.42

    χαλκοῦ θαμὰ καὶ δονάκων P. 12.25

    οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61

    Ἰάσον' καὶ ἔπειτεν Ἀσκλαπιόν N. 3.54

    τάνδε νᾶσον καὶ σεμνὸν Θεάριον N. 3.69

    δῶρα καὶ κράτος N. 4.68

    ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας καὶ ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων N. 5.7

    υἱοὶ καὶ βία Φώκου N. 5.12

    ἀοιδαὶ καὶ λόγοι N. 6.30

    αὐχένα καὶ σθένος (v. Dornseiff, Stil, 26) N. 7.73

    χειρὶ καὶ βουλαῖς N. 8.8

    Δείνιος δισσῶν σταδίων καὶ πατρὸς Μέγα Νεμεαῖον ἄγαλμα N. 8.16

    ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν N. 9.4

    φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα καὶ δεινὰν στάσιν N. 9.13

    χερσὶ καὶ ψυχᾷ N. 9.39

    Κάστορος καὶ κασιγνήτου Πολυδεύκεος N. 10.50

    Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ N. 10.53

    Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας N. 11.2

    λύρα καὶ ἀοιδά N. 11.7

    πάλᾳ καὶ

    μεγαυχεῖ παγκρατίῳ N. 11.21

    ἐν Πυθῶνι καὶ Ὀλυμπίᾳ N. 11.23

    παρὰ Κασταλίᾳ καὶ παρ' εὐδένδρῳ ὄχθῳ Κρόνου N. 11.25

    πολιατᾶν καὶ ξένων I. 1.51

    Ὀγχηστὸν καὶ γέφυραν I. 4.20

    χρυσέων οἴκων ἄναξ καὶ γαμβρὸς Ἥρας I. 4.60

    δαῖτα καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν I. 4.62

    νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ;ἅρμασιν ἵπποι I. 5.5

    ἑσπόμενοι Ἡρακλῆι πρότερον καὶ σὺν Ἀτρείδαις I. 5.38

    Ἕκτορα καὶ στράταρχον Μέμνονα I. 5.40

    Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.27

    Μερόπων ἔθνεα καὶ τὸν βουβόταν Ἀλκυονῆ I. 6.32

    χθόνα καὶ στρατὸν ἀθρόον Pae. 4.42

    ἐμὰν ματέραλιπόντες καὶ ὅλον οἶκον Pae. 4.45

    στεφάνων καὶ θαλιᾶν Pae. 6.14

    νέφεσσι δ' ἐν χρυσέοις Ὀλύμποιο καὶ κορυφαῖσινἵζων Pae. 6.93

    ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετάν Pae. 6.131

    Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά[νας] Pae. 8.66

    Κάδμου στρατὸν καὶ Ζεάθου πόλιν (Π: ἂν pro καὶ coni. Wil. metr. gr.) Πα... φυγόντα νιν καὶ μέλαν ἕρκος ἅλμας[ Δ. 1. 1. ἐπ' Αἰολάδᾳ καὶ γένει (G-H: τε καὶ Π.) Παρθ. 1. 13. ὦ Πάν, Ἀρκαδίας μεδέων καὶ σεμνῶν ἀδύτων φύλαξ fr. 95. 2. θυμὸν καὶ φωνὰν fr. 124d. βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ ἄνδρες fr. 133. 4. ]ἀοιδ[ὰν κ]αὶ ἁρμονίαν fr. 140b. 2. θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 6. τιμαὶ καὶ στέφανοι fr. 221. 2. Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος fr. 243.
    b two adjs.

    ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι βεβρεγμένος O. 6.55

    πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις O. 7.63

    ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ O. 9.28

    ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς O. 9.94

    [ ἀκρόσοφον δὲ καὶ αἰχματὰν (v. l. τε καὶ) O. 11.19]

    κλυτὰν καὶ ὀνυμαστάν P. 1.38

    πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας χθονὸς P. 9.7

    εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς P. 10.22

    γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν N. 7.101

    ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος Pae. 4.27

    esp., two numerals,

    πρώτοις καὶ τερτάτοις O. 8.46

    ἑβδόμᾳ καὶ σὺν δεκάτᾳ γενεᾷ P. 4.10

    τεσσαράκοντα καὶ

    ὀκτὼ παρθένοισι P. 9.113

    τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας fr. 135.
    c two participles.

    ἐξαρκέων κτεάτεσσι καὶ εὐλογίαν προστιθείς O. 5.24

    ἀποπέμπων καὶ ἐποψόμενος O. 8.52

    δεξάμενον καὶ δαίσαντα N. 1.71

    θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη καὶ γᾶν ἐπιεσσόμενος N. 11.16

    cf. O. 6.20
    d two infinitives. “ μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμενP. 4.166 χέρα οἱ προσενεγκεῖν ἦρα καὶ ἐκ λεχέων κεῖραι μελιαδέα ποίαν;” P. 9.37.

    ἐπαινεῖσθαι χρεών, καὶ μελιζέμεν N. 11.18

    κελαδῆσαι καὶ προσειπεῖν I. 1.55

    e two pronouns. “ ἐμὲ καὶ σὲP. 4.141

    ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων P. 5.55

    εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι P. 7.21

    f two adverbs.

    πολὺ καὶ πολλᾷ O. 8.23

    3 in enumeration.
    a A καὶ B καὶ C ( καί...)

    λτ;γτ;άνθον ἤπειγεν καὶ Ἀμαζόνας εὐίππους καὶ ἐς Ἴστρον ἐλαύνων O. 8.47

    νόστον ἔχθιστον καὶ ἀτιμότεραν γλῶσσαν καὶ ἐπίκρυφον οἶμον O. 8.69

    πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν καὶ μέγαρον O. 13.62

    γυναικεῖον στρατὸν καὶ Χίμαιραν καὶ Σολύμους ἔπεφνεν O. 13.90

    Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε καὶ Μέροπας καὶ τὸν μέγαν Ἀλκυονῆ N. 4.25

    —7.

    χαλκὸν ὅν τε Κλείτωρ καὶ Τεγέα καὶ Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες καὶ Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ N. 10.47

    —8.

    ἐξικέσθαν καὶ μέγα ἔργον ἐμήσαντ' ὠκέως καὶ πάθον N. 10.64

    ἐπῇεν καὶ ἔστα καὶ μυχοὺς διζάσατο fr. 51a. 3. τὸ δ' οἴκοθεν ἄστυ κα[ὶ ] καὶ συγγένεἰ Πα.. 32. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι Ἀθᾶναι fr. 76. 1. φοινικορόδοις δ' ἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν καὶ λιβάνῳ σκιαρὰν καὶ χρυσοκάρποισιν βέβριθε λτ;δενδρέοιςγτ; καὶ τοὶ μὲν Θρ.. 3. ἔνθα βουλαὶ γερόντων καὶ νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί, καὶ χοροὶ καὶ Μοῖσα καὶ Ἀγλαία fr. 199.
    b A καὶ B C τε ( καί...)

    Λύκιε καὶ Δάλοἰ ἀνάσσων, Φοῖβε, Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων P. 1.39

    καὶ σοφοὶ καὶ χερσὶ βιαταὶ περίγλωσσοί τ' ἔφυν P. 1.42

    Ἰόλαον καὶ Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες P. 11.61

    ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν καὶ τὸ θαητὸν δέμας ἀτρεμίαν τε σύγγονον N. 11.12

    τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον καὶ λεβήτεσσιν φιάλαισί τε χρυσοῦ I. 1.18

    πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι σύν τ' Ἀχιλλεῖ P. 8.99

    —100.
    4 καί καί, bothand

    καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.90

    καὶ ἀγάνορος ἵππου θᾶσσον καὶ ναὸς ὑποπτέρου O. 9.23

    καὶ λογίοις καὶ ἀοιδοῖς P. 1.94

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνοςP. 4.152

    κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια N. 7.53

    καὶ τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων καὶ τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ I. 1.7

    καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς I. 1.41

    μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους I. 6.23

    εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 1. with irregular coordination,

    καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κούφαν κτίσιν O. 13.83

    καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον (sc. ἐκράτησε) N. 10.26 in comparison,

    πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός P. 10.67

    5 with intensifying force.

    οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος ἄγαν, καὶ μέγαν ὅρκον ὀμόσσαις, τοῦτό γέ οἱ μαρτυρήσω O. 6.20

    τέκεν γόνον ὑπερφίαλον μόνα καὶ μόνον P. 2.43

    τοῦτον ἄεθλον ἑκὼν τέλεσον· καί τοι μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμεν ὄμνυμι προήσειν” conditional parataxis P. 4.165
    6 v. E infra for exx. of καὶ irregularly placed. B copulative, combined with τε, where τε is superfluous.
    1

    Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις O. 1.18

    τρεῖς τε καὶ δέκ' ἄνδρας O. 1.79

    ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16

    εὐθυμιᾶν τε μέτα καὶ πόνων O. 2.34

    πλοῦτόν τε καὶ χάριν ἄγων O. 2.10

    τῶν τε καὶ τῶν καιρὸν O. 2.53

    Πηλεύς τε καὶ Κάδμος O. 2.78

    ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ διφρηλασίας O. 3.37

    αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους O. 6.14

    Συρακοσσᾶν τε καὶ Ὀρτυγίας O. 6.93

    Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι O. 7.55

    μήλων τε κνισάεσσα πομπὰ καὶ κρίσις O. 7.80

    αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88

    μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι O. 9.65

    τά λτ;τεγτ; τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα (supp. Hermann, met. gr.: om. codd., Schr.) O. 14.5

    γᾶν τε καὶ πόντον κατ' ἀμαιμάκετον P. 1.14

    κτεάτεσσί τε καὶ περὶ τιμᾷ P. 2.59

    παῖδες ὑπερθύμων τε φωτῶν καὶ θεῶνP. 4.13 Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ ΣαλμωνεῖP. 4.142

    ἀνέρες ἔκ τε Πύλου καὶ ἀπ' ἄκρας Ταινάρου P. 4.174

    θεός τέ οἱ τὸ νῦν τε πρόφρων τελεῖ δύνασιν καὶ τὸ λοιπὸν P. 5.117

    βουλᾶν τε καὶ πολέμων P. 8.3

    ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς P. 8.6

    λύρᾳ τε καὶ φθέγματι μαλθακῷ P. 8.31

    πολλάν τε καὶ ἡσύχιον εἰρήναν P. 9.22

    ἔν τε θεοῖς κἀνθρώποιςP. 9.40

    τόλμᾳ τε καὶ σθένει P. 10.24

    εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐπιφλέγει P. 11.45

    τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες N. 1.30

    εὖ τε παθεῖν καὶ ἀκοῦσαι N. 1.32

    λῆμά τε καὶ δύναμιν N. 1.57

    Ἄρτεμίς τε καὶ θρασεἶ Ἀθάνα N. 3.50

    Κλεωναίου τ' ἀπ ἀγῶνος καὶ λιπαρῶν εὐωνύμων ἀπ Ἀθανᾶν N. 4.18

    Οἰνώνᾳ τε καὶ Κύπρῳ N. 4.46

    εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν N. 5.9

    ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας N. 6.48

    σέ τ' καὶ Πολυτιμίδαν N. 6.62

    χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον N. 6.66

    φίλιπποί τ' αὐτόθι καὶ κτεάνων ψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32

    γνώτ' ἀείδω θεῷ τε καὶ ὅστις ἁμιλλᾶται N. 10.31

    Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Τυνδαρίδαις N. 10.38

    Κορίνθου τ' ἐν μυχοῖς, καὶ Κλεωναίων πρὸς ἀνδρῶν τετράκις (loc. susp.) N. 10.42

    θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον N. 10.83

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας I. 1.29

    κτεάνων θ' ἅμα λειφθεὶς καὶ φίλων I. 2.11

    τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ I. 4.51

    γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ I. 4.55

    Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει I.5. 52.

    δαπάνᾳ τε χαρεὶς καὶ πόνῳ I. 6.10

    ἀγλαοὶ παῖδές τε καὶ μάτρως I. 6.62

    Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ I. 9.2

    ὁ δ' ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος fr. 2. 1. γᾶν τε καὶ θάλασσαν fr. 51a. 2.

    γαῖαν ἀμπελόεσσάν τε καὶ εὔκαρπον Pae. 2.25

    τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον Pae. 2.51

    Χαρίτεσσίν τε καὶ Ἀφροδίτᾳ Pae. 6.4

    ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων Pae. 6.132

    μαντευμάτων τε θεσπεσίων δοτῆρα καὶ τελεσσιε[πῆ] θεοῦ ἄδυτον Pae. 7.2

    σέ τε καὶ ῥαδ[ Πα. 7. d. 2.

    τά τ' ἐόντα τε κα[ὶ ] πρόσθεν γεγενημένα Pae. 8.83

    ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν (Blass: πτανὸν ἀνδράσι codd. Dion. Hal.)

    Πα... Ἐλείθυιά τε καὶ Λάχεσις Pae. 12.17

    τ]ριπόδεσσί τε καὶ θυσίαις fr. 59. 11. πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον Δ. 2. 2. βαθύζωνόν τε Λατὼ καὶ θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν fr. 89a. 2. Πειθώ τ' ἔναιεν καὶ Χάρις fr. 123. 14. Ἀπόλλωνί τε καὶ[ fr. 140b. 10. ] ραί τε καὶ υ[ fr. 215. 9. τόλμα τέ μιν ζαμενὴς καὶ σύνεσις fr. 231. emphasised, bothand, ξένον μή τιν' ἀμφότερα καλῶν τε ἴδριν ἅμα καὶ δύναμιν κυριώτερον ( ἀλλὰ coni. Hermann) O. 1.104

    ἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαι O. 6.17

    ἀμφότερον δαπάναις τε καὶ πόνοις I. 1.42

    once joining finite verbs,

    ἔν τ' ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων, καὶ τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον I. 1.19

    —20. irregularly coordinated,

    ἄγοντι δέ με νῖκαι, ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων P. 7.18

    συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἶμ' ἀπὸ Σπάρτας καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος N. 11.33

    —6.

    οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς καὶ λιθίνοις ὁπότ' ἐν δίσκοις ἵεν I. 1.24

    —5.

    ζώων τ' ἀπὸ καὶ θάνων I. 7.30

    Κλεάνδρῳ τις ἀνεγειρέτω κῶμον, Ἰσθμιάδος τε νίκας ἄποινα, καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε I. 8.4

    [ἀνατεί τε] καὶ ἀπριάτας ἔλασεν (H. J. Mette: ἀναιρεῖται καὶ codd. Aristidis contra metr.) fr. 169. 8. explicative / appositional, ἐγγυάσομαι ὔμμιν, ὦ Μοῖσαι, φυγόξεινον στρατὸν μήδ' ἀπείρατον καλῶν ἀκρόσοφόν τε καὶ αἰχματὰν ἀφίξεσθαι ( δὲ καὶ v. l.) O. 11.19 Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 2. cf. P. 9.45
    2 in enumeration.
    a A τε καὶ B C

    τε φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε θέσιν O. 3.8

    μῆλά τε γάρ τοι ἐγὼ καὶ βοῶν ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημ' ἀγρούς τε πάνταςP. 4.148

    ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.101

    —2.

    ἀλλά με Πυθώ τε καὶ τὸ Πελινναῖον ἀπύει Ἀλεύα τε παῖδες P. 10.4

    ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν Δαρδάνων τε N. 3.60

    —1.

    τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.9

    Οὐλυμπίᾳ τε καὶ Ἰσθμοῖ Νεμέᾳ τε N. 4.75

    κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι πόνων τ ἄπειροι fr. 143.
    b A τε καὶ B καὶ C ( καὶ...) “ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει, χὠπόσαι ψάμαθοι κλονέονται χὤ τι μέλλει, χὠπόθεν ἔσσεται, εὖ καθορᾷςP. 9.45 ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισιν τε γλυκερὸν καὶ Διωνύσοιο καρπῷ καὶ κυλίκεσσιν Ἀθαναίαισι κέντρον fr. 124. 3. ἄστρα τε καὶ ποταμοὶ καὶ κύματα πόντου fr. 136.
    c μέν τε καί, v.

    μέν τε O. 4.14

    C emphatic, non-copulative, v. also D. 1. infra.
    1 καί means even.

    καὶ ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι O. 1.31

    ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31

    [ θαμὰ καὶ ( θαμάκι v. l.) O. 4.27]

    ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν O. 5.16

    ὄφρα ἵκωμαι πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος O. 6.25

    αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφόν O. 7.31

    τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις O. 8.25

    τράπε δὲ Κύκνεια μάχα καὶ ὑπέρβιον Ἡρακλέα O. 10.15

    δάμασε καὶ κείνους. (Boeckh: κἀκείνους codd.) O. 10.30 ἤτοι καὶ τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν O. 12. 13.

    ἤτοι καὶ ὁ καρτερὸς ὁρμαίνων ἕλε Βελλεροφόντας O. 13.84

    σὺν δὲ κείνῳ καί ποτ' Ἀμαζονίδων βάλλων γυναικεῖον στρατὸν O. 13.87

    σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.52

    εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει P. 1.87

    ἀλλὰ κέρδει καὶ σοφία δέδεται P. 3.54

    ἔτραπεν καὶ κεῖνον (Boeckh: κἀκεῖνον codd.) P. 3.55

    ἐπὶ καὶ θανάτῳ P. 4.186

    καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον P. 4.265

    ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν δεῖσαι καὶ ἀφαυροτέροις P. 4.272

    αὔξεται καὶ Μοῖσα δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279

    κεῖνόν γε καὶ βαρύκομποι λέοντες περὶ δείματι φύγον P. 5.57

    κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν ἔννεπεν P. 9.95

    ἔτι καὶ μᾶλλον P. 10.57

    ἔμπα καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (Christ: καίπερ codd.) N. 4.36

    κεῖνος καὶ Τελαμῶνος δάψεν υἱὸν N. 8.23

    ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν where καί emphasizes

    κάματον N. 8.50

    ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι, καὶ πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51

    ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27

    καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει μοῖρα N. 11.42

    τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι I. 1.2

    ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων I. 4.31

    ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15

    ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.60

    ἤτοι καὶ ἐγὼ σκόπελον ναίων Pae. 4.21

    εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει, ἄνιππός εἰμι though Pae. 4.25
    2 where καί means also.

    ἐν καὶ θαλάσσᾳ O. 2.28

    Μοῖρ' θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ ἐπί τι καὶ πῆμ ἄγει O. 2.37

    ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος O. 7.45

    Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις O. 7.94

    ἐοικότα γὰρ καὶ τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν (v. l. ἐν καὶ: κἀν Mosch.) P. 1.35

    Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι P. 1.58

    ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ P. 2.36

    ὅθεν φαμὶ καὶ δὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν P. 2.64

    σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.13

    ἔγεντο καὶ πρότερον Ἀντίλοχος P. 6.28

    ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.102

    ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν P. 10.15

    ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις P. 10.17

    ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικεν N. 4.32

    σὺν δὲ τὶν καὶ παῖς ὁ Θεαρίωνος ἀρετᾷ κλιθεὶς εὔδοξος ἀείδεται N. 7.7

    ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι N. 8.32

    καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξN. 10.77

    ὁ πονήσαις δὲ νόῳ καὶ προμάθειαν φέρει I. 1.40

    ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63

    ἔτι καὶ Πυθῶθεν I. 1.65

    κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ I. 4.44

    ἐν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι I. 5.54

    πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον I. 7.51

    ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν sc. as well as to men I. 8.59

    ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος I. 8.65

    θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς καὶ χάριν ἀοιδᾷ φυτεύει fr. 141.
    3 emphatic, where neither of the two previous meanings seems applicable.
    a emphasizing subs., adj.

    καί πού τι καὶ βροτῶν φάτις O. 1.28

    σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων I. 5.2

    φαντὶ γὰρ ξύν' ἀλέγειν καὶ γάμον Θέτιος ἄνακτας (others interpr. καὶ as copulative) I. 8.47

    ταῦτα καὶ μακάρων ἐμέμναντ' ἀγοραί I. 8.26

    ἀπὸ καὶ πατρός Πα. 7C. 9. ὁ δὲ κηλεῖται χορευοίσαισι κα[ὶ θη]ρῶν ἀγέλαις (supp. Housman) Δ. 2. 22. esp. subs. prop.,

    ἦλθε καὶ Γανυμήδης O. 1.44

    ἀνταγόρευσεν καὶ Πελίας P. 4.156

    ἔγνον ποτὲ καὶ Ἰόλαον P. 9.79

    λαὸν θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα N. 1.17

    αἰνέω καὶ Πυθέαν I. 5.59

    κώμαζ' ἔπειτεν ἁδυμελεῖ σὺν ὕμνῳ καὶ Στρεψιάδᾳ I. 7.21

    other exx. under c. α. infra.
    b preceding demonstrative.

    εἶπεν καὶ τόδε P. 4.86

    καὶ

    τόδε συνθέμενος ῥῆμα P. 4.277

    ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος N. 4.44

    I relative.

    Ἄργει δ' ὅσσα καὶ ἐν Θήβαις O. 13.107

    θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε P. 2.50

    οἶα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20

    οἵτε καὶ P. 3.89

    ἔνθα καὶ P. 4.253

    ὃ καὶ P. 5.63

    [ τῷ καὶ (codd.: καὶ del. Pauw.) P. 5.69]

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας P. 12.31

    ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι N. 2.1

    ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἷλε N. 3.34

    τᾷ καὶ Δαναοὶ πόνησαν N. 7.36

    οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ἀμφεπόλησαν N. 8.6

    ὅσπερ καὶ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ N. 8.18

    πατρίδι ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12

    ὅν τε καὶ κάρυκες ὡρᾶν ἀνέγνον I. 2.23

    ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν (Boeckh: κεἰν, κἠν codd.) I. 4.25

    τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων πράθον I. 5.35

    ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.23

    ὃ καὶ Μύσιον ἀμπελόεν αἵμαξε πεδίον I. 8.49

    ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34.
    II demonstrative.

    τὸ καὶ ἀνδρὶ πάρεστι Συρακοσίῳ O. 6.17

    τὸ καὶ κατεφάμιξεν O. 6.56

    τῶ καὶ ἐγὼ καίπερ ἀχνύμενος θυμόν I. 8.5

    τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον I. 8.61

    cf. I. 8.26
    d with temporal adv.

    τότε καὶ φαυσίμβροτος δαίμων Ὑπεριονίδας O. 7.39

    καὶ τότε γνοὺς P. 3.31

    μετὰ καὶ νῦν P. 4.64

    cf. I. 8.61

    καὶ νῦν N. 5.43

    [ καὶ νῦν (v. l. καί νυν) N. 6.8] ἐνῆκεν καὶ ἔπειτ[ Παρθ. 2.. καὶ τότ' ἐγὼ fr. 168. 4. v. also νῦν
    e emphasizing prepositional phrases, cf. E infra.

    ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.47

    εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέωP. 9.50

    πλεῖστα νικάσαντά δε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.97

    γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον I. 8.8

    οἶαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2. 7.
    f with dependent infinitive phrase.

    γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν P. 6.53

    πράσσει χρέος, αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων P. 9.105

    ἐγὼ δ' ἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (sc. εὔχομαι) N. 8.38
    4 in comparisons.
    a

    ὡς εἰ καί, ὥτε καί. φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ, καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτόν ἀνδράσιν πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.7

    ἀλλ' ὥτε παῖς, καὶ ὅταν O. 10.91

    b

    οὕτω καί. ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται· οὕτω δὲ καὶ πίτνει χαμαί P. 8.93

    καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει N. 11.42

    c

    οἷος καί. ἤρατο τῶν ἀπεόντων· οἶα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20

    τῶν ἀρειόνων ἐρώτων. οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ποιμένες ἀμφεπόλησαν N. 8.6

    d ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; O. 2.99

    ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων τὰ πόλλ' ἀοιδοὶ ἄρχονται, καὶ ὅδ ἀνὴρ N. 2.3

    , cf. P. 10.67 D in combination with other particles.
    a where καί means even

    φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαί P. 4.25

    κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας P. 1.12

    βία δὲ καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν ἐν χρόνῳ P. 8.15

    θανόντων δὲ καὶ φίλοι προδόται (Bergk: λόγοι φίλοι codd.) fr. 160.
    b where καί means also

    ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.14

    δαέντι δὲ καὶ σοφία μείζων ἄδολος τελέθει O. 7.53

    ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος O. 8.77

    οἱ δ' Ἀρκάδες, οἱ δὲ καὶ Πισᾶται O. 9.68

    ἄλλαι δὲ δὔ χάρμαι, τὰ δὲ καὶ Νεμέας κατὰ κόλπον O. 9.87

    τὰ δὲ καί ποτ' ἐν ἀλκᾷ O. 13.55

    τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26

    μάκαρ δὲ καὶ νῦν P. 5.20

    τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28

    χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω, ῥαίνω δὲ καὶ ὕμνῳ bis. P. 8.56—7.

    πολλοὶ ἀριστῆες, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.

    108.

    ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών N. 3.74

    πρόφρων δὲ καὶ κείνοις ἄειδ' ἐν Παλίῳ Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.22

    ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54

    μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.43

    ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων N. 10.20

    ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι N. 10.25

    τρὶς μὲν τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ N. 10.28

    ἐν Ἰσθμῷ Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν I. 5.18

    μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71

    αἰνέων Μελέαγρον, αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα Ἀμφιάρηόν τε I. 7.32

    κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1

    διαγινώσκομαι μὲν γινώσκομαι δὲ καὶ μοῖσαν παρέχων ἅλις Pae. 4.23

    μνάσει δὲ καί τινα Pae. 14.35

    τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷ διαστείβων fr. 221. 4. N. B. anaphora O. 9.68, P. 9.108, N. 10.28, I. 6.71, I. 7.32, I. 9.1
    c where καί is generally emphatic. τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα (= αὖ, Gr. Part., 305 P. 6.44 ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα and two are the victories that M. has I. 3.9 ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ Πειθώ τ ἔναιεν ( précisement van Groningen) fr. 123. 13. σοφοὶ δὲ καὶ τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος αἴνησαν περισσῶς fr. 35b. where δὲ is separated from

    καί; εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι N. 7.89

    2 combined with particles other particles than δέ. a. καί ῥα v. ῥα. b. καί νυν v. νυν. c. καὶ γάρ v. γάρ. d. καὶ μάν v. μά ν. e. καίτοι v. τοι f. καίπερ v. καίπερ [g. καί τε is not a genuine combination of particles, in spite of apparent exx. I. 2.19 coni., I. 2.23, I. 4.25—6, I. 7.32—3.] E position of καί: 1. the position of emphatic καὶ is sometimes between prep. and subs., cf. C. 3. e supra:

    ἐν καὶ θαλάσσᾳ O. 2.28

    ἐπὶ καὶ θανάτῳ P. 4.186

    ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.102

    ἀπὸ καὶ πατρός Πα. 7C. 9. cf. fr. 123. 13. This usage is irregularly applied to copulative καί:

    ἐν καὶ τελευτᾷ O. 7.26

    θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις (Tricl.: ἔν τε, ἔν τε καὶ codd.) P. 10.58 πέσε δ (sc. κῦμ' Ἀίδα)

    ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντα N. 7.31

    ζώων τ' ἀπὸ καὶ θανών I. 7.30

    2 irregular position of καί. dub. exx.
    a copulative. ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμὰν / καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων ( καί coni. Ahlwardt: τε codd.: ὀξ. σχ. καὶ δειν. coni. Wil.) N. 4.64 [ καὶ coni. Ahlwardt, τ codd. P. 10.69]
    b emphatic. δελφῖνι καὶ τάχος δἰ ἅλμας ἶσον κ' εἴποιμι Μελησίαν (Schr. e Σ: κεν codd.: κ add. Wil., om. codd: “nicht ein umgestelltes “und” sondern “auch” wie die Σ auch verstehen.” Wil.) N. 6.64 F in crasis.

    κἀσόφοις O. 3.45

    κἀγοραὶ O. 12.5

    χὠπόταν χὤταν P. 2.87

    —8.

    κοὔ P. 4.151

    τε κἀγαθῷ P. 8.100

    κἀνθρώποις P. 9.40

    χὠπόσαι χὤ τι χὠπόθεν P. 9.46

    —8. καἴπερ (coni. Christ: καίπερ codd.) N. 4.36 κἀν (Boeckh: κεἰν, κἠν codd.) I. 4.25 εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις (Heyne: που κἐν, πα κ' ἐν codd.) I. 6.59 κεἴ fr. 4. κἀγχερριθ[ Πα. 22. i. 3. G fragg.

    καὶ θυόε[ντα Pae. 3.8

    ]καί ποτε[ Pae. 6.73

    ]σεκαι[ Πα. 7B. 2. ]

    καὶ χ[ Pae. 10.2

    ]καὶ χρυσο[ Pae. 10.10

    καὶ τα[Πα. 13d. 8. ]

    τε καὶ ἁνίκα ναύλοχοι[ Pae. 18.9

    ]καί νιν ορει[ Πα. 22a. 1. ]αμα καὶ στρατιὰ[ Δ. 3. 11. ]τηρκαιε[ Δ. 4. d. 3. καὶ λιπαρῷ fr. 204. ] σκαιλυ[ fr. 215b. col. 2. 4.

    Lexicon to Pindar > καί

  • 9 στρέφω

    στρέφω fut. στρέψω LXX; 1 aor. ἔστρεψα. Pass.: 2 fut. στραφήσομαι LXX; 2 aor. ἐστράφν (Hom. +).
    to change the position of someth. relative to someth. by turning
    turn (SibOr 5, 497 στ. ψυχάς) τί τινι someth. to someone Mt 5:39; D 1:4.—So perh. also in a nonliteral sense ἔστρεψεν ὁ θεός God turned the Israelites toward the heavenly bodies, so that they were to serve them as their gods Ac 7:42 (s. 3 Km 18:37 σὺ ἔστρεψας τὴν καρδίαν τοῦ λαοῦ τούτου ὀπίσω. But s. 4 below).
    turn around, turn toward pass. w. act. force
    α. lit. στραφείς foll. by a finite verb he turned (around) and … (X., Cyr. 3, 3, 63; TestAbr B 12 p. 116, 14 [Stone p. 80]). The purpose of the turning can be to attack someone Mt 7:6, or a desire to see or speak w. someone 9:22 (cp. Mitt-Wilck. I/2, 20 I, 6 στραφεὶς καὶ ἱδὼν Ἡλιόδωρον εἶπεν); 16:23; Lk 7:9; 9:55; 14:25; 22:61; J 1:38; 20:16; MPol 5:2. Finite verb instead of ptc. (ApcMos 19) ἐστράφη … καὶ εἶδεν GJs 15:1; 17:2ab. στρ. πρός w. acc. turn to or toward (schol. on Nicander, Ther. 677 πρὸς ἥλιον στρέφεσθαι of the heliotrope): στραφεὶς πρός τινα foll. by a finite verb (TestJob 27:1; 29:3; ApcMos 23:25, 28) Lk 7:44; 10:22 v.l., 23; 23:28. στρ. εἰς τὰ ὀπίσω turn around J 20:14; GJs 7:2 (cp. X., De Re Equ. 7, 12 στρέφεσθαι εἰς τὰ δεξιά).
    β. in a transf. sense of 1a compounded of change of mind and direction στρεφόμεθα εἰς τὰ ἔθνη we turn to the Gentiles Ac 13:46. ἐστράφησαν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν εἰς Αἴγυπτον in their hearts they turned back to Egypt 7:39.
    to carry someth. back to its previous location, bring back, return τὶ someth. τὰ τριάκοντα ἀργύρια Mt 27:3
    to turn someth. into someth. else, turn, change (Just., A I, 59, 1 ὕλην of God) τὶ εἴς τι someth. into someth. ὕδατα εἰς αἷμα Rv 11:6 (cp. Ps 113:8; 29:12). Pass. be changed, be turned (1 Km 10:6 εἰς ἄνδρα ἄλλον) στραφήσονται τὰ πρόβατα εἰς λύκους D 16:3a. ἡ ἀγάπη στραφήσεται εἰς μῖσος D 16:3b (cp. La 5:15; 1 Macc 1:39, 40).
    to turn away so as to dissociate oneself, turn intr. (X., An. 4, 3, 26; 32, Ages. 2, 3) so perh. ἔστρεψεν ὁ θεός God turned away from them Ac 7:42 (s. 1a above).
    to experience an inward change, turn, change, pass. in act. sense. For the better: make a turn-about, turn around (SibOr 3, 625) Mt 18:3 (JDupont, MBlack Festschr., ’69, 50–60); J 12:40 (Is 6:9.—Field, Notes 99.—The Eng. term ‘conversion’ could suggest a change from one religious persuasion to another, which is not the case in these pass.). For the worse: turn to someth. evil, be perverted D 11:2.—B. 666. DELG. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > στρέφω

  • 10 μετατίθημι

    μετατίθημι by-form pres. 3 pl. μετατίθονται AcPl Ha 2, 26 (s. B-D-F §94, 1); fut. μεταθήσω Is 29:14; 1 aor. μετέθηκα; 2 aor. ptc. μεταθείς. Pass.: fut. 3 sg. μετατεθήσεται Is 29:17; 1 aor. μετετέθην (Hom.+) gener. ‘change (the position of)’.
    to convey from one place to another, put in another place, transfer τὴν χεῖρα ἐπί τι transfer your hand to someth. 13:5. W. acc. of pers. and indication of the goal μεταθέντες αὐτὸν ἐπὶ τὴν καροῦχαν they had him transferred to the carriage MPol 8:2. Pass.: of corpses μετετέθησαν εἰς Συχέμ they were brought back to Shechem Ac 7:16. W. indication of the place fr. which ἐκ τῶν βασάνων be removed from (the place of) torment Hv 3, 7, 6 (μετατίθημι ἐκ as a grave-ins fr. Amastris: JÖAI 28 Beibl. ’33, col. 81f no. 39). Of Enoch be taken up, translated, taken away (to heaven) Hb 11:5a; 1 Cl 9:3 (cp. Sir 44:16; Wsd 4:10); the act. in the same sense and of the same person Hb 11:5b (Gen 5:24).
    to effect a change in state or condition, change, alter (Hdt. 5, 68 et al.; Jos., Ant. 15, 9; IAndrosIsis, Kyme 4: the νόμοι of Isis are not subject to alteration by humans) τὶ εἴς τι someth. into someth. (Esth 4:17s μετάθες τὴν καρδίαν αὐτοῦ εἰς μῖσος) τὴν τοῦ θεοῦ ἡμῶν χάριτα εἰς ἀσέλγειαν pervert the grace of our God to dissoluteness Jd 4. Pass. μετατιθεμένης τῆς ἱερωσύνης when the priesthood is changed, i.e. passed on to another Hb 7:12 (Jos., Ant. 12, 387 of the transfer of the office of high priest to another person).—Of a severe alteration in condition collapse μεγάλαι πόλεις μετατίθονται AcPl Ha 2, 25f.
    to have a change of mind in allegiance, change one’s mind, turn away, desert mid. (Polyb. 5, 111, 8; 24, 9, 6; Diod S 11, 4, 6; 2 Macc 7:24 ἀπὸ τ. πατρίων.—ὁ μεταθέμενος in Diog. L. 7, 166 and Athen. 7, 281d [the latter without the art.] refers to Dionysius the Turncoat, who left the Stoics and adopted Epicureanism) ἀπό τινος εἴς τι from someth. to someth. μ. ἀπὸ τοῦ καλέσαντος ὑμᾶς … εἰς ἕτερον εὐαγγέλιον desert him who called you (and turn) to another gospel Gal 1:6 (cp. Hierocles 7 p. 429: there is to be no yielding to μεταβαλλομένοις ἐκ τῆς περὶ φιλοσοφίαν σπουδῆς εἰς ἑτέραν τινὰ τοῦ βίου πρόθεσιν; Just., D. 47, 5 ἀπὸ εὐσεβείας … ἐπὶ … ἀθεότητα; Field, Notes 188). ἀπὸ τῶν χαλεπῶν ἐπὶ τὰ δίκαια turn away from evil to good MPol 11:1 (cp. Just., A I, 45, 6 and D. 107, 2 al.).—M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > μετατίθημι

  • 11 μεταθέσεις

    μετάθεσις
    change of position: fem nom /voc pl (attic epic)
    μετάθεσις
    change of position: fem nom /acc pl (attic)

    Morphologia Graeca > μεταθέσεις

  • 12 μετακλίσεις

    μετάκλισις
    change of position: fem nom /voc pl (attic epic)
    μετάκλισις
    change of position: fem nom /acc pl (attic)

    Morphologia Graeca > μετακλίσεις

  • 13 μετάθεσις

    A change of position, transposition, Arist.Metaph. 1024a4;

    μεταθέσεις ἐξ ἕδρας ἀτόμων Epicur.Fr.61

    ;

    ἡ τῶν ῥημάτων μ. D.24.84

    , cf. D.S.1.23;

    τοῦ ἀναβαθμοῦ PSI5.546

    (iii B. C.);

    τοῦ ἐμβρύου Sor.2.60

    ; couching of a cataract, Gal.10.990.
    2 generally, change,

    θεὸς οὐδεμίαν ἐπιδεχόμενος μ. Arist.Mu. 400b29

    ;

    μ. ἐκ τῆς οἰκείας φύσεως Phld.Rh.1.216

    S.;

    νόμου μ. Ep.Hebr. 7.12

    ; esp. change of sides or opinions,

    ἐπὶ τὸ βέλτιον Plb.1.35.7

    , cf. Porph.Abst.1.2, etc. (hence, amendment,

    τῶν ἡμαρτημένων Plb.5.11

    . 5);

    ἐκ μεταθέσεως Id.30.20.2

    ; going over,

    πρός τινα Id.5.86.8

    .
    3 exchange, barter, Id.10.1.8 (pl.).
    4 Gramm., change of a letter, A.D.Pron.51.5, al., EM795.34; also, metathesis, transposition of letters, as κραδίη for καρδία, Trypho Pass.4, Apollon.Lex. s.v. ἀγλαά.
    5 plagiarism, opp. μίμησις, Demetr.Eloc. 112.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετάθεσις

  • 14 ἐγείρω

    ἐγείρω fut. ἐγερῶ; 1 aor. ἤγειρα. Pass.: pres. ἐγείρομαι, impv. 2 sg. ἐγείρου, pl. ἐγείρεσθε; 1 fut. ἐγερθήσομαι; 1 aor. ἠγέρθην; pf. ἐγήγερμαι (B-D-F §101 and 78; Rob. 1215) (Hom.+).
    to cause someone to wake from sleep, wake, rouse Mt 8:25; Mk 4:38; Ac 12:7.
    to cease sleeping, wake up, awaken fr. sleep, pass. intr. (PStras 100, 15 [II B.C.] ἐγερθεὶς ἐκάλουν βοηθούς) ἀπὸ τοῦ ὕπνου Mt 1:24 (cp. διεγείρω). Abs. 25:7; Mk 4:27; J 11:12 P75. Fig., ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι awaken fr. sleep (i.e. thoughtless indolence) Ro 13:11 (cp. Epict. 2, 20, 15 ἐ. ἐκ τῶν ὕπνων, fr. the sleep of carelessness); cp. AcPl Ha 4, 32.
    to cause to stand up from a position lower than that of the pers. rendering assistance, raise, help to rise, pers. sitting down Ac 3:7 (ἵνα σταθῶ). Lying down Mk 1:31; 9:27. Stretched out Ac 10:26 (En 14:25). Fallen Mt 12:11; 1 Cl 59:4; Hv 3, 2, 4.
    to move to a standing position, rise, get up, pass. intr. of those who have awakened Mt 2:13f, 20f; 8:26; Lk 11:8; who were sitting down (EpArist 94) Mt 9:19; Lk 13:25; J 11:29; Hv 1, 4, 1; AcPl Ox 6; kneeling Hv 2, 1, 3; of the sick Mt 8:15; 9:6f; Mk 2:12; of those called back to life (cp. 4 Km 4:31) Mt 9:25; Lk 7:14. ἐκ τοῦ δείπνου rise from the table J 13:4; of one who has fallen Mt 17:7; Ac 9:8 (on ἀπὸ τ. γῆς cp. 2 Km 12:17; Ps 112:7).
    to cause to come into existence, raise up, bring into being (Judg 2:16, 18 ἤγειρε αὐτοῖς κύριος κριτάς; 3:9, 15 σωτῆρα; Pr 10:12; TestLevi 18:2 ἱερέα; Jos., Ant. 8, 199) κέρας σωτηρίας a horn of salvation Lk 1:69; τέκνα τινί Mt 3:9; Lk 3:8. ἤγειρεν τὸν Δαυὶδ αὐτοῖς εἰς βασιλέα he gave them David as (their) king Ac 13:22 (cp. Jos., Ant. 19, 295). W. double acc. and dat. of advantage vs. 23 v.l.; τὶ someth. (Theognis 549 πόλεμον ἐ.; Appian, Hann. 41 §177 θόρυβον; Nicol. Dam.: 90 Fgm. 50 Jac. μάχην; Tat. 19, 3 στάσεις καὶ μάχας) cause θλῖψιν Phil 1:17 (Lucian, Syr. Dea 18 πένθος τινι).
    to cause to return to life, raise up (the ancients closely associated death with sleep; s., e.g., Kaibel 559, 7f; RLattimore, Themes in Greek and Latin Epitaphs ’62, 164f al.) (Apollodor. [II B.C.]: 244 Fgm. 138a Jac., of Asclepius. Similarly schol. on Lucian p. 55, 23 Rabe; Sir 48:5 ὁ ἐγείρας νεκρὸν ἐκ θανάτου; PGM 4, 195) Mt 10:8; J 5:21; Ac 26:8; 2 Cor 1:9; AcPt Ox 849 verso, 10; AcPl Ha 8, 35=BMM verso 9. Of the raising of Jesus Ac 5:30; 10:40; 13:37; 1 Cor 6:14; 15:15ff; 2 Cor 4:14. More fully ἐ. τινὰ ἐκ νεκρῶν (mostly of Jesus’ resurr.) J 12:1, 9, 17; Ac 3:15; 4:10; 13:30; Ro 4:24; 8:11; 10:9; Gal 1:1; Eph 1:20; Col 2:12; 1 Th 1:10; Hb 11:19; 1 Pt 1:21; IMg 9:3; Pol 2:1f; AcPlCor 2:6. ἀπὸ νεκρῶν ITr 9:2. Of the raising of Christ’s flesh ISm 7:1.
    to enter into or to be in a state of life as a result of being raised, be raised, rise, pass. intr., of one who has died (Is 26:19; TestJob 4:9; cp. 4 Km 4:31) approaches ἀναστῆναι in mng. (cp. mss. and synopt. parallels; s. ἀνίστημι 7) gen. νεκροὶ ἐγείρονται Mk 12:26; Lk 7:22; 20:37; 1 Cor 15:15f, 29, 32, 35, 52. Of Lazarus ἐγερθήσεται J 11:12 v.l. σώματα … ἠγέρθησαν Mt 27:52; ἐγείρεται σῶμα πνευμάτικον 1 Cor 15:44; cp. 15:42f; τὸ σῶμα ἐγείρεται AcPlCor 2:27; cp. 2:26 (in imagery after 1 Cor 15:37). ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν ἐγερθῇ Lk 16:30 v.l.; ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἐγερθῇ 16:31 P75.—Of John the Baptist ἀπὸ τῶν νεκρῶν Mt 14:2; cp. ἐκ νεκρῶν Mk 6:14; Lk 9:7.—Of Christ: ἐκ νεκρῶν Mt 17:9; J 2:22; 21:14; Ro 6:4, 9; 7:4; 1 Cor 15:12, 20 (cp. Just., D. 108, 2 ἐγηγέρθαι); 2 Ti 2:8. Also ἀπὸ τῶν νεκρῶν Mt 27:64; 28:7; ἀπὸ νεκρῶν ITr 9:2. Without this qualification τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθῆναι Mt 16:21; 17:23. καθῶς εἶπεν 28:6; ὄντως εἶπεν Mt 26:32; 26:34. διὰ τὴν δικαίωσιν ἡμῶν Ro 4:25; ὑπὲρ αὐτῶν (τῶν ζώντων) 2 Cor 5:15. Abs. Mt 26:32; Mk 14:28; 16:6; Lk 24:6, 14 (v.l. ἐκ νεκρῶν); Ro 8:34 (v.l. ἐκ ν.); 1 Cor 15:13f, 16f; AcPlCor 2:31.—For lit. s. on ἀνάστασις 2 end.
    to raise up from sickness, raise up=restore to health (the sick pers. is ordinarily recumbent) Js 5:15; AcPl BMM verso 11 (Did., Gen. 168, 17).
    to change to a previous good state or condition, restore, erect of buildings (Dio Chrys. 11 [12], 18; Aelian, NA 11, 10; Herodian 3, 15, 3; 8, 2, 5; Lucian, Alex. 19; Anth. Pal. 9, 696; OGI 677, 3; 1 Esdr 5:43; Sir 49:13; ἐ. τρόπαιον Hippol., Ref. 1, 24, 6; θυσιαστήριον Did., Gen. 223, 19) temple (ναόν: Appian, Bell. Civ. 1, 26 §120; Lucian, Sacr. 11; Jos., Ant. 15, 391; 20, 228) J 2:19f.
    to move someth. from its position by exerting effort in overcoming resistance, lift up ἔγειρον τ. λίθον lift up the stone, push the stone aside (Seleucus of Alex. [I A.D.]: 341 Fgm. 4 Jac. in buffoonery at a symposium, of a stone pushed out from under a participant who has put his head in a noose and has been given a small scimitar to cut the rope before it strangles him) (Ox 1 recto, 6 [=GTh 77]); LWright, JBL 65, ’46, 182; Unknown Sayings 95–98; AWalls, VigChr 16, ’62, 71–76.— Raise κονιορτόν (Polyaenus 4, 19; 7, 44, 1) Hv 4, 1, 5 (Jos. Bell. 5, 471 speaks in the pass. of the dust that ‘is raised’). Cp. Mt 12:11.
    to move against in hostility, rise up, pass. intr., of nations rising in arms (Jer 6:22 v.l.) ἐ. ἐπί τινα against someone one nation against another Mt 24:7; Mk 13:8; Lk 21:10 (for ἐπί τινα cp. Appian, Liby. 68 §307; Jer 27:9; Jos., Ant. 8, 199).
    to make an appearance, appear, pass. intr. of prophets Mt 11:11; Lk 7:16; J 7:52; of false prophets Mt 24:11, 24; Mk 13:22. Of accusers in court (w. ἐν τῇ κρίσει; s. ἀνίστημι 9) Mt 12:42; Lk 11:31 (on omission of ἐν τῇ κρίσει in ms. D, see MBlack, An Aramaic Approach3, ’67, 134).
    in a command to evoke movement from a fixed position ἔγειρε, ἐγείρου get up!, come! impv.
    act. intr. only in impv. (Eur., Iph. A. 624; Aristoph., Ran. 340; Aesop-mss. [Ursing 80]) Mt 9:5f; Mk 2:9 (v.l. ἐγείρου), 11; 3:3; 5:41; 10:49; Lk 5:23f; 6:8; 8:54 (v.l. ἐγείρου); J 5:8; Ac 3:6 ἔγειρε καὶ περιπάτει; Rv 11:1; AcPl Ha 7, 28. Awakening of the ‘dead’ (with καθεύδειν and ἐγείρειν associated in figurative use, as in Plut., Mor. 462) in Mk 5:41; Lk 8:54 (v.l. ἐγείρου); Eph 5:14 (MDibelius, Hdb. ad loc., but without Gnostic motif acc. to KKuhn, NTS 7, ’60/61, 341–46; cp. PsSol 16:1–4) parallels the aspect of motion in passages cited in 1, 3–10, and others here in a above.
    pass. intr. ἐγείρου get up! Mk 2:9 v.l.; Lk 8:54 v.l.; ἐγείρεσθε, ἄγωμεν get up! let us be going Mt 26:46; Mk 14:42; J 14:31.—B. 271; 670. DELG. M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐγείρω

  • 15 μετάβασις

    A moving over, shifting, e.g. of the body in walking, from one leg to the other, Hp.Mochl.20; change of position, Epicur.Ep.1p.16U.: pl., ib.p.17 U.
    2 passing over, ἐς τὸ ἕτερον πλοῖον v.l. in Antipho 5.22; migration, change of residence,

    εἰς Κόρινθον ἐξ Ἀθηνῶν Plu.2.78d

    ; μ. ποιεῖσθαι ἐπί .. BGU137.6 (ii A. D.).
    II change,

    τῶν πολιτειῶν γένεσις καὶ μ. Pl.Lg. 676c

    ;

    δοκεῖ ἡ μ. ἐντεῦθεν γίγνεσθαι Id.R. 547c

    ;

    τῶν νομίμων Arist.Pol. 1303a22

    (pl.);

    ἡ μ. ἐκ [τῶν φυτῶν] εἰς τὰ ζῷα συνεχής ἐστιν Id.HA 588b11

    ;

    μ. ἀπὸ ποιότητος εἰς ποιότητα Sor.2.15

    ;

    αἱ τῆς τραγῳδίας μ. Arist.Po. 1449a37

    ; but ἡ μ. the reversal of fortune in a drama, ib. 1455b28.
    III transition from one subject to another, Luc.Hist.Conscr.55; as a figure in Rhet., Quint.9.3.25.
    2 inference or procedure by analogy, Phld. Rh.1.105 S., Sign.19, S.E.M.8.194;

    ἡ κατὰ τὸ ὅμοιον μ. Phld.Sign. 38

    , al.; also in Medicine,

    ἡ τοῦ ὁμοίου μ. Gal.1.118

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετάβασις

  • 16 τροπή

    τροπ-ή, , ([etym.] τρέπω)
    A turn, turning:
    a ὅθι τροπαὶ ἠελίοιο apparently denotes a point on the horizon, prob. the West or place where the sum sets (so Eust.1787.20), Od.15.404.
    b each of two fixed points in the solar year, the solstices, first in Hes.,

    ἠελίοιο τροπῇς

    at the time of the (winter) solstice, Op.

    479

    ; μετὰ τροπὰς ἠελ. ib.564,663 (with [dialect] Dor. acc. pl. in - ᾰς)

    ; πεδὰ τὰς τροπάς Alcm.33.5

    :—later the two solstices were distinguished as τροπαὶ θεριναί and χειμεριναί, Hdt.2.19, Th.7.16, Pl.Lg. 767c, Arist. HA 542b4 sqq., Gal.6.405, etc. (rarely in sg.,

    τροπὴ θερινή Arist.Mete. 364b2

    , Gem.1.13; τ. χειμερινή ib.15);

    τροπαὶ νότιοι Arist.HA 542b11

    ; τ. βόρειοι, νότιοι, Plu.2.601a:—when τροπαί is used alone, it mostly refers to the winter solstice, but the sense is always determined by the context, v. Hes. ll. cc.; περὶ ἡλίου τροπάς (sc. χειμερινάς) Th.8.39;

    εὐθὺς ἐκ τροπῶν Arist.HA 542b20

    :—sts. also of other heavenly bodies, Pl.Ti. 39d;

    περὶ Πλειάδος δύσιν καὶ τροπάς Arist.HA 542b23

    , etc.;

    ἄστρων ἐπιτολάς, δύσεις, τροπάς Alex.30.5

    ;

    τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων Arist.Cael. 296b4

    ;

    τροπαὶ ἡλίου καὶ σελήνης Epicur.Ep.2p.40U.

    :—sts. four in number (the two equinoxes and two solstices), S.E.M.5.11, Gal.17(1).22; so (on a sun-dial)

    θερινὴ τ., ἰσημερινὴ τ., χειμερινὴ τ., Ἀρχ.Δελτ. 12.236

    ([place name] Samos).
    2 turn, change, Arist.Pol. 1316a17;

    πλείους τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου Aeschin. 3.90

    ; τ. πρὸς τὸ βέλτιον turn for the better, Phld.Rh.2.25S.;

    ὀξυτέρας τρεπόμενος τ. τοῦ χαμαιλέοντος Plu.Alc.23

    ;

    αἱ τοῦ κόλακος ὥσπερ πολύποδος τ. Id.2.52f

    ;

    αἱ τῶ αἵματος τ. καὶ ἀλλοιώσιες Ti.Locr.102c

    ; αἱ περὶ τὸν ἀέρα τ. changes in the air or weather, Plu.2.946f; of wine, a turning sour, ib.939f (cf. τροπίας); going bad, of food,

    τ. καὶ διαφθορὰ τῶν παρακειμένων Gal.19.208

    ; of phonetic change in language, A.D. Adv.210.4, Hdn.Gr.2.932.
    3 τροπαὶ λέξεως a change of speech by figures or tropes ([etym.] τρόποι), Luc.Dem.Enc.6, cf. Hermog.Inv.4.10, al.
    4 αἱ τροπαί, = αἱ τροπαῖαι, alternating winds, Arist.Pr. 940b16, 21, Thphr.CP2.3.1, Vent.26.
    II the turning about of the enemy, putting to flight or routing him, τροπήν (or τροπάς) τινος ποιεῖν or ποιεῖσθαι put one to flight, Hdt.1.30, Ar.Eq. 246 (troch.), Th.2.19, 6.69, etc.; οἵαν ἂν τροπὴν Εὐρυσθέως θείμην ( θείην codd.) E.Heracl. 743;

    τροπὴ γινομένη Hdt.7.167

    , cf. Th.1.49,50, etc.: poet.,

    ἐν μάχης τροπῇ A.Ag. 1237

    ; ἐν τροπῇ δορός in the rout caused by the spear, S.Aj. 1275, E.Rh.82.
    III used by Democr. for θέσις, position, Arist.Metaph. 985b17, 1042b14, cf. Plot.4.5.2, 4.5.6.
    IV a coin, Hsch.; cf. τροπαϊκόν.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροπή

  • 17 μετά

    μετά: amid, among, after.—I. adv. (here belong all instances of ‘tmesis’), μετὰ δ' ἰὸν ἕηκεν, let fly an arrow among them (the ships), Il. 1.48, Od. 18.2 ; πρῶτος ἐγώ, μετὰ δ' ὔμμες, afterward, Od. 21.231, and so of time, Od. 15.400: denoting change of position, μετὰ δ' ἄστρα βεβήκει, ‘had passed over the meridian’; μετὰ δ' ἐτράπετ, ‘turned around’; μετὰ νῶτα βαλών, Od. 12.312, Α 1, Il. 8.94. The relation of the adv. may be specified by a case of a subst., thus showing the transition to the true prepositional use, μετὰ καὶ τόδε τοῖσι γενέσθω, ‘let this be added to those and be among them,’ Od. 5.224.—II. prep., (1) w. gen., along with; μετ' ἄλλων λέξο ἑταίρων, μάχεσθαι μετά τινος, ‘in league with,’ Od. 10.320, Il. 13.700.— (2) w. dat., amid, among, between, in; μετὰ χερσὶν ἔχειν, ‘in the hands,’ Il. 11.184, Od. 3.281 ; μετὰ γένυσσι, ποσσί, ‘between,’ Il. 11.416, Il. 19.110 ; μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο πέτεσθαι, i. e. as fast as the winds, Od. 2.148 ; Οὖτιν ἐγὼ πύματον ἔδομαι μετὰ οἷς ἑτάροισιν, the last ‘among’ his mates, the position of honor in being eaten, Od. 9.369.— (3) w. acc., denoting motion, among, towards, to, after, μετ' Αἰθιοπῆας ἔβη, μετὰ μῶλον Ἄρηος, σφαῖραν ἔρριψε μετ ἀμφίπολον, βῆναι μετά τινα, Il. 1.423, Il. 7.147, ζ 11, Il. 5.152, and sometimes of course in a hostile sense; so fig., βάλλειν τινὰ μετ' ἔριδας, ‘plunge in,’ ‘involve in,’ Il. 2.376; sometimes only position, without motion, is denoted, Il. 2.143; of succession, after, next to, whether locally or of rank and worth, μετὰ κτίλον ἕσπετο μῆλα, Il. 13.492; κάλλιστος ἀνὴρ μετὰ Πηλείωνα, Il. 2.674; then of time, purpose, conformity, or adaptation, μετὰ Πάτροκλόν γε θανόντα, ‘after the death of P.’; πλεῖν μετὰ χαλκόν, ‘after,’ i. e. to get bronze; μετὰ σὸν κῆρ, ‘after,’ i. e. to suit thy heart, Il. 24.575, Od. 1.184, Ο 52, Il. 18.552, Od. 2.406, Il. 11.227 .—μέτα = μέτεστι, Od. 21.93.

    A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μετά

  • 18 στάσις

    στάσις, εως, ἡ
    condition of being in a certain position or state of affairs, existence, occurrence στάσιν ἔχειν be in existence, be standing (Polyb. 5, 5, 3; Plut., Mor. 731b ἔχ. γένεσιν καὶ στάσιν) Hb 9:8 (also prob. is place, position [Hdt. 9, 24 al.; Diod S 12, 72, 10; 13, 50, 9; LXX; En 12:4]). Stability was a dominant concern in administration of a state. If the focus is on the process leading up to establishment of a position, change is a dominant component, hence
    movement toward a (new) state of affairs, uprising, riot, revolt, rebellion (opp. ἡσυχία [q.v. 1] civil harmony, peaceful conduct; since Alcaeus 46a, 1 D.2 [ἀνέμων στάσις=tumult of the winds]; Aeschyl., Hdt.; Sb 6643, 18 [88 B.C.]; PLond VI, 1912, 73 [41 A.D.]; Philo; Jos., Ant. 20, 117; Tat. 19, 3; loanw. in rabb.) against the civil authority Mk 15:7; Lk 23:19 (of an uprising: Dio Chrys. 21 [38], 14 γενομένης στάσεως), 25; Ac 19:40. Against the leaders of a Christian congregation 1 Cl 1:1. W. διχοστασία 51:1. But it is difficult to differentiate in 1 Cl betw. this sense and the foll. one, with focus on the component of discord.
    lack of agreement respecting policy, strife, discord, disunion (Diod S 12, 14, 3 στάσεις ἐν τ. οἰκίαις; Appian, Bell. Civ. 4, 45 §193 ἡ Καίσαρος κ. Ἀντωνίου στάσις; IG IV2/1, 687, 13; PStras 20, 10; Jos., Ant. 18, 374 al.; Tat. 16, 3) 1 Cl 46:9. W. ἔρις 3:2; 14:2 (στάσεις). W. ἔρις and σχίσματα 54:2. W. σχίσμα 2:6. W. ζήτησις Ac 15:2. τὴν καταβολὴν τῆς στ. ποιεῖν lay the foundation of the discord 1 Cl 57:1. ἡσυχάζειν τῆς ματαίας στ. cease from that futile dissension 63:1. Specif. of a difference in opinion, dispute (Aeschyl., Pers. 738; Apollon. Paradox. 6 τήν γινομένην στάσιν τοῖς Πυθαγορείοις προειπεῖν; Diog. L. 3, 51; Philo, Rer. Div. Her. 248; Jos., Vi. 143 γίνεται στ.; Tat. 1, 1 al.) Ac 23:7, 10 (Polyaenus, Exc. 40, 3 στάσεως γενομένης). κινεῖν στάσεις (v.l. στάσιν) τισί create dissension among certain people Ac 24:5.—DELG. M-M. TW. Spicq. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > στάσις

  • 19 παραλλαλή

    A passing from hand to hand, transmission,

    πυρὸς παραλλαγαί A.Ag. 490

    ; change of position, movement, τὸ τάχος τῆς π., of the sun's apparent motion, Str.17.3.10.
    b Astrol., of a heavenly body, passing beyond the degree occupied by another, Antioch.Astr.in Cat.Cod.Astr.8(3).113.
    3 distortion of the vertebrae, Hp.Art.48 ; contortion, twisting, of wood, Thphr.HP5.1.12 (pl.).
    4 interchange, διανοίας πρὸς αἴσθησιν π. interchange of intellect and sense, putting one for the other, Pl.Tht. 196c; π. προσώπων, πτώσεως, A.D.Pron.110.3, Synt.214.9.
    II difference between things,

    ποιεῖν τινα π. εὐοσμίας καὶ ἀοσμίας Thphr.HP6.6.5

    ;

    μεγάλας τὰς π. ποιεῖσθαι περί τι Plb.6.7.5

    ; μεγάλην ἔχειν π. D.S.5.37, cf. Plot.3.1.5 ;

    ἡ π. βραχεῖα Phld.Po.2.5

    ;

    ἡ π. ἡ [τοῦ ἀνθρώπου] πρὸς τὰ ἄλογα Arr.Epict.2.8.3

    ; κάλλους πρὸς αἶσχος ib.2.23.32.
    III variety, variation, Thphr.HP2.3.2 ;

    μεγεθῶν Epicur.Ep.1p.15U.

    (pl.), al., cf. Chrysipp.Stoic.3.182, Ep.Jac.1.17, Cleom.1.7 ;

    γραμμῶν καὶ γωνιῶν Theol.Ar.63

    ; change of meaning,

    παραλλαγῶν κατὰ σύμβολον γινομένων Chrysipp.Stoic.2.258

    , cf. 3.33.
    IV frenzy, madness,

    ἐν π. γενέσθαι LXX 4 Ki.9.20

    ; π. ψυχῆς perturbation of soul, Iamb.VP 25.111.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλλαλή

  • 20 παράλλαξις

    A alternation: overlapping of broken bones, Hp.Fract.15 (pl.); ἡ π. τοῦ ὀστέου ib.35 ;

    π. ἔχειν πρὸς ἄλληλα καὶ συμπλοκήν Thphr.Sens.66

    .
    2 alternating motion,

    τῶν σκελῶν Plu.Phil.6

    ;

    ἡ δεῦρο κἀκεῖ π. τῆς κεφαλῆς Id.2.977b

    .
    II change, deviation, mutation, Pl.Ti. 22d, cf. Plt. 269e, Placit.1.7.33 (pl.);

    διαστροφὴ μεγάλη καὶ π. τῆς γωνίας Plu.2.93

    oa ; παραλλάξιες φρενῶν mental aberrations, Hp.Acut.(Sp.) 1.
    2 Astron., parallax, Ptol.Alm.5.11, 9.1, Procl.Hyp.4.53, al.
    b φάσις defined as ἡ μετὰ τὴν κρύψιν τοῦ ἡλίου πρώτη.. ἐξ αὐτοῦ π. Phlp. in Mete.76.30.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράλλαξις

См. также в других словарях:

  • CHANGE - Les opérations de change — Dès l’instant que les monnaies sont convertibles entre elles, il est possible de passer de l’une à l’autre: le change est justement l’opération qui permet de réaliser la conversion de la monnaie nationale en devises (instruments de paiement… …   Encyclopédie Universelle

  • Change of Heart (Cyndi Lauper song) — Change of Heart Single by Cyndi Lauper from the album True Colors Released …   Wikipedia

  • Change Giver — Studio album by Shed Seven Released September 5, 1994 …   Wikipedia

  • Change the World — Single by Eric Clapton from the album Phenomenon soundtrack Released July 1996 …   Wikipedia

  • Change (Miho Fukuhara song) — Change Single by Miho Fukuhara from the album Rainbow Released April 16th, 2008 …   Wikipedia

  • Change (Sugababes album) — Change Studio album by Sugababes Released October 1, 2007 ( …   Wikipedia

  • Change (Sugababes song) — Change Single by Sugababes from the album Change B side I Can t Take It No More …   Wikipedia

  • Change (Taylor Swift song) — Change Promotional single by Taylor Swift from the album Fearless Released August 8, 2008 …   Wikipedia

  • Change Myself — Studio album by Iconiq Released March 10, 2010 ( …   Wikipedia

  • position — [ pozisjɔ̃ ] n. f. • 1265; lat. positio, de ponere « poser » I ♦ 1 ♦ Manière dont une chose, une personne est posée, placée, située; lieu où elle est placée. ⇒ disposition, emplacement. Position horizontale, verticale, inclinée (⇒ inclinaison) .… …   Encyclopédie Universelle

  • Change (Lisa Stansfield song) — Change Single by Lisa Stansfield from the album Real Love …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»